Μέσα στην Κατοχή, ένας ψηλός και βλοσυρός νέος εκδίδει μία ποιητική σύνθεση με όνομα «Αμοργός», που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στα ελληνικά γράμματα. Ήταν ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992), γνωστός στους κύκλους της γενιάς του ’30 για το βάθος της σκέψης και των γνώσεών του. Η «Αμοργός» αποτελεί ένα υπερρεαλιστικό έργο, που μεγάλο του μέρος γράφτηκε με την τεχνική της αυτόματης γραφής. Παρόλο που ο υπερρεαλισμός είχε ήδη εισαχθεί στην Ελλάδα από τους Εμπειρίκο και Ράντο, η «Αμοργός» ήταν μια πρωτοποριακή σύνθεση της υπερρεαλιστικής αισθητικής με την ελληνική παράδοση.
Εκεί, ο Γκάτσος δημιουργεί ένα ονειρικό μωσαϊκό από στοιχεία του ελληνικού ιστορικού και πολιτισμικού χώρου. Έτσι, η «Αμοργός» δεν είναι ένα στριφνό πείραμα με το ασυνείδητο, αλλά ένα ενιαίο αφήγημα, διαποτισμένο από μελαγχολία, λυρισμό, και ελληνικότητα. Παρά το δυναμικό του ντεμπούτο στον ποιητικό κόσμο, ο Γκάτσος δεν ολοκλήρωσε καμία άλλη ενιαία ποιητική σύνθεση. Αντίθετα, επέλεξε να εκφράσει την ποιητικότητά του σε ένα άλλο πεδίο, το τραγούδι, όπου και έγινε ευρύτερα γνωστός ως στιχουργός. Με τους στίχους του κατάφερε να μεταφέρει τον ποιητικό λόγο στα χείλη των Ελλήνων, οι οποίοι, πριν τον Γκάτσο, δε διανοούνταν να τραγουδήσουν πώς η αγάπη αληθεύει χάρτινα φεγγάρια, πως «έγινε ο καιρός ανηφοριά», και για «χιλιάδες μνήματα μέσα στον βυθό».
Και όμως, το γλωσσικό ένστικτο του Γκάτσου –και η τύχη που τον έφερε κοντά στους πλέον ταλαντούχους Έλληνες συνθέτες– έφερε την επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι. Έτσι, το ελληνικό τραγούδι πύκνωσε σε νοήματα και μπόρεσε να εκφράσει την πολύπλοκη πραγματικότητα της μεταπολεμικής εποχής. Οι στίχοι του μπόρεσαν να αρθρώσουν τόσο τα πιο σκοτεινά νοήματα όσο και τις πιο φωτεινές στιγμές της ζωής. Αυτός ο εννοιολογικός πλούτος δε θα υπήρχε χωρίς τον Νίκο Γκάτσο –και δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο πλούτος αυτός ξεπήδησε από το «παραθύρι της άνοιξης» που άνοιξε η «Αμοργός».
Η «ψηφίδα» προστέθηκε μετά από πρόταση του κ. Κωνσταντίνου Μ. Κωνσταντίνου