Η σχολική αίθουσα, ο δάσκαλος, τα θρανία, ο μαυροπίνακας, τίποτα δεν ήταν δεδομένο στον κόσμο του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε, όποιος είχε τη δυνατότητα είχε παιδαγωγούς στο σπίτι. Ή οι νέοι συμμετείχαν στις περίφημες ακαδημίες, που ξεκίνησαν την αρχαιότητα, μαθαίνοντας επιστήμες και τέχνες δίπλα σε φημισμένους δασκάλους. Αργότερα μάθαιναν γράμματα στα μοναστήρια και τις θεολογικές σχολές ή θήτευαν σε συνεργεία τεχνιτών και εισέρχονταν στη συνέχεια στην αντίστοιχη συντεχνία.
Σημειώνεται πως, με τη μεθοδολογία του αλληλοδιδακτικού σχολείου, οι μαθητές χωρίζονταν σε τάξεις (κλάσεις), σύμφωνα με τις γνώσεις των μαθητών. Οι πρωτόσχολοι, εκείνοι δηλαδή που είχαν διδαχθεί απευθείας από τον δάσκαλο, μετέδιδαν τις γνώσεις τους στους άλλους μαθητές. Οι πιο προχωρημένοι μαθητές, ανεξαρτήτως ηλικίας, δίδασκαν άλλους μαθητές οι οποίοι βρίσκονταν σε μικρότερη τάξη.
Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας επινοήθηκε και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία και στις αποικίες της κατά τον 19ο αιώνα, έπειτα από εισήγηση των παιδαγωγών Andrew Bell και Joseph Lancaster, με το νεοελληνικό κράτος να υιοθετεί τις νέες εκπαιδευτικές πρακτικές, που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Σημειώνεται πως η περίοδος αυτή, βάσει των νέων παιδαγωγικών θεωριών και μεθόδων στην Ευρώπη, αποτελεί μια μετάβαση από την εξατομικευμένη στη συλλογική μαθησιακή διαδικασία.
Οι νέες αυτές τάσεις για την παιδεία εδράζονταν στις κατακλυσμιαίες αλλαγές που επέφεραν στην Ευρώπη, καταρχήν η διάδοση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και η πρόοδος που επιτεύχθηκε με την Βιομηχανική Επανάσταση. Ακόμη, στις αρχές του 19ου αιώνα η Ευρώπη βρισκόταν σε μια πολιτική και πολιτειακή μετάβαση, με το Παλαιό Καθεστώς να αποδυναμώνεται ολοένα και περισσότερο, καθώς πλέον παρατηρείται επικράτηση προοδευτικών και φιλελεύθερων ιδεών, που οδηγούσαν στη συνειδητοποίηση πως η εκπαίδευση των νέων έπρεπε να αποτελεί δικαίωμα στο οποίο ήταν απαραίτητο να έχουν όλοι πρόσβαση σ’ αυτήν.
Στον ελληνικό χώρο τα πρώτα αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στα Επτάνησα, που βρίσκονταν από τις αρχές του 19ου αιώνα υπό βρετανική διοίκηση (1809/1815-1864). Στις επαναστατημένες ελληνικές περιοχές διατυπώθηκε γενικότερα η αναγκαιότητα για τη διάδοση της εκπαίδευσης στον ελληνικό πληθυσμό μέσω των αλληλοδιδακτικών σχολείων ήδη από την Α΄ και Β’ Εθνοσυνέλευση του 1822 και 1823 αντίστοιχα. Η διάδοση της εκπαίδευσης σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, της πρωτοβάθμιας κυρίως, πραγματώθηκε από την διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Κεντρικό μέλημα του Κυβερνήτη και των πεφωτισμένων παιδαγωγών της περιόδου ήταν η διάδοση της στοιχειώδους εκπαίδευσης στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ως συνέχεια αυτής η ενίσχυση της δευτεροβάθμιας όπως και της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης.
Μέσω της ίδρυσης αυτών των σχολείων καθίστατο δυνατό να αποκτά πρόσβαση στην εκπαίδευση ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Με τη διάδοση της εκπαίδευσης, έστω και μόνον της στοιχειώδους, θεωρήθηκε γενικά πως μπορούσε αυτή να συμβάλει στην πρόοδο της κοινωνίας και κατά συνέπεια του αναδυόμενου ελληνικού κράτους. Όταν, ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου αναφάνηκαν και τα πολλά μειονεκτήματα της αλληλοδιδακτικής διδασκαλίας, αυτή θεωρήθηκε ότι είχε επιτελέσει σε μια κρίσιμη ενδιάμεση περίοδο τους στόχους εμφάνισης και διάδοσής της στον ευρωπαϊκό και στον ελληνικό χώρο όπως και στην Ελληνική Διασπορά
Ένα από τα σωζόμενα αγγλικά κτήρια αλληλοδιδακτικών σχολείων στα Κύθηρα
(Σχολείο Μηλαπιδέας, Λιβάδι Κυθήρων)