200 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ
Μαρία Κάλλας
Τα ελληνικά χρόνια
Στους δύο αιώνες της ανεξαρτησίας της η Ελλάδα έριξε γέφυρες προς τον κόσμο με πολλές εξέχουσες προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους στη διεθνή σκηνή. Ανάμεσά τους η Μαρία Κάλλας, η οποία έβαλε τα θεμέλια της μουσικής της ιδιοφυίας στην Ελλάδα και από εδώ ξεκίνησε το ιλιγγιώδες ταξίδι της για την κατάκτηση του κόσμου.
Ήταν δεκατριών χρονών όταν αντίκρισε για πρώτη φορά ένα κομμάτι ελληνικής γης απ' το κατάστρωμα του πλοίου που την έφερνε στον τόπο καταγωγής της. Η Μαρία Καλογεροπούλου, αγχωμένη και ανυπόμονη να συναντήσει το μέλλον της, αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πάτρας τον Μάρτιο του 1937. Στις λιγοστές αποσκευές της δυο καναρίνια, μια κούκλα και η πρώτη ανθοδέσμη της. Της την είχε χαρίσει το προηγούμενο βράδυ ο καπετάνιος του πλοίου όταν τραγούδησε τo La Paloma και τη Habanera. Οκτώ χρόνια αργότερα, στο πλοίο που θα τη γύριζε πίσω στη Νέα Υόρκη, θα αρνηθεί την πρόσκληση. Δεν ήταν πια ένα κορίτσι που τραγουδούσε σε πλοία. Ήταν μια πριμαντόνα που ήξερε ακριβώς τί ήθελε και πώς θα το αποκτούσε.
"Έζησα για την τέχνη"
Τα χρόνια της Μαρίας Κάλλας στην Ελλάδα ήταν δύσκολα, με στερήσεις, οικογενειακά προβλήματα, συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, πολέμους, αγωνίες. Μα ήταν και χρόνια που έβαλαν τα θεμέλια για μια καριέρα που θα συγκλόνιζε τον κόσμο μια μέρα. Στην Ελλάδα θα αποκρυπτογραφήσει τους κώδικες των πρώτων ρόλων της, εδώ θα υποτάξει τη φωνή της στις διδαχές των δασκάλων της, εδώ θα ανακαλύψει τα φωνητικά προτερήματα, θα εντοπίσει τις φωνητικές δυσκολίες της, θα ανέβει για πρώτη φορά στη σκηνή, θα δει το όνομά της τυπωμένο σε αφίσα. Αλλά επίσης εδώ θα κλάψει πικρά, θα θυμώσει, θα επιμείνει, θα τολμήσει, θα ανεχτεί, θα πεισμώσει, θα ξαναπιάσει την παρτιτούρα απ' την αρχή, ξανά και ξανά, μέχρι τελικής εξουθένωσης. Όταν θα επιστρέψει στην Αμερική, το Σεπτέμβριο του 1945, είναι ήδη μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνις. Έχει ανακαλύψει τα μυστικά της ερμηνευτικής της ιδιαιτερότητας, γνωρίζει το εύρος, την έκταση και το σπάνιο μέταλλο της φωνής της και έχει μάθει να μετατρέπει να ελαττώματά της σε προτερήματα. Επίσης, εδώ θα σκίσει το πρώτο συμβόλαιο μπροστά στον εμβρόντητο διευθυντή της Λυρικής Σκηνής, απλώς γιατί δεν συμφωνούσε μαζί του.
Επτά πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε πενήντα έξι παραστάσεις, δέκα εμφανίσεις σε δευτερεύοντες ρόλους, συμμετοχή σε εννέα χορωδίες και σε δεκατέσσερις συναυλίες, πέντε ατομικά ρεσιτάλ, είναι μερικά από τα πρώτα της μουσικά εφόδια, όπως αναφέρει Νίκος Πετσάλης- Διομήδης στη βιογραφία " Η άγνωστη Κάλλας. " (εκδόσεις Καστανιώτη). "Πρώτη μου καριέρα θεωρώ και ονομάζω εκείνη στην Αθήνα, στον καιρό του πολέμου. Αυτή είναι που μου πρόσφερε την πείρα μου,γιατί εκεί ασκήθηκα, εκεί απέκτησα τις σκηνικές εμπειρίες μου", θα δηλώσει στη Νέα Υόρκη, το 1967. Όμως, τα ελληνικά χρόνια της Κάλλας είναι και κάτι ακόμα: Είναι το τέλος της αθωότητας και η είσοδος στη διακεκαυμένη ζώνη μιας ζωής που στροβιλίζεται στις πιο ψηλές συχνότητες. Είναι η εποχή που το εφηβικό παραλήρημα μεγαλείου γίνεται αίσθηση ιερού σκοπού. Είναι η εποχή που σφυρηλατείται η ατσάλινη αποφασιστικότητα κι εκείνο το ιδιαίτερο μίγμα ψυχρής ψυχικής απόσταξης και υπερσυνειδητής αφοσίωσης που έχει όποιος θέλει να φτάσει εκεί που δεν έφτασε κανένας άλλος.
Επτά πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε πενήντα έξι παραστάσεις, δέκα εμφανίσεις σε δευτερεύοντες ρόλους, συμμετοχή σε εννέα χορωδίες και σε δεκατέσσερις συναυλίες, πέντε ατομικά ρεσιτάλ, είναι μερικά από τα πρώτα της μουσικά εφόδια, όπως αναφέρει Νίκος Πετσάλης- Διομήδης στη βιογραφία " Η άγνωστη Κάλλας. " (εκδόσεις Καστανιώτη). "Πρώτη μου καριέρα θεωρώ και ονομάζω εκείνη στην Αθήνα, στον καιρό του πολέμου. Αυτή είναι που μου πρόσφερε την πείρα μου,γιατί εκεί ασκήθηκα, εκεί απέκτησα τις σκηνικές εμπειρίες μου", θα δηλώσει στη Νέα Υόρκη, το 1967. Όμως, τα ελληνικά χρόνια της Κάλλας είναι και κάτι ακόμα: Είναι το τέλος της αθωότητας και η είσοδος στη διακεκαυμένη ζώνη μιας ζωής που στροβιλίζεται στις πιο ψηλές συχνότητες. Είναι η εποχή που το εφηβικό παραλήρημα μεγαλείου γίνεται αίσθηση ιερού σκοπού. Είναι η εποχή που σφυρηλατείται η ατσάλινη αποφασιστικότητα κι εκείνο το ιδιαίτερο μίγμα ψυχρής ψυχικής απόσταξης και υπερσυνειδητής αφοσίωσης που έχει όποιος θέλει να φτάσει εκεί που δεν έφτασε κανένας άλλος.
Η συμβολή της αγαπημένης δασκάλας της, της ισπανίδας σοπράνο Elvira de Hidalgo που τη δίδαξε στο Ωδείο Αθηνών, ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση της φωνητικής τεχνικής της. " Ο μεγάλος δάσκαλος προβλέπει την εξέλιξή σου. Η de Hidalgo αντιλήφθηκε ότι θα τραγουδούσα καλύτερα Bellini και Donizetti και με προσανατόλισε σ' αυτούς" θα πει χρόνια μετά. Και η δασκάλα που τη μύησε στο bel-canto θα θυμηθεί: "Είχε φωνή αγγέλου. Μπορούσε να τραγουδήσει ολόκληρη μελωδία με μία μόνο εκπνοή και είχε φυσική κλίση προς τους δραματικούς τόνους. Έπρεπε μόνο να βάλει ένα φρένο, να συνηθίσει στην ελαφράδα, στο κέντημα". Η ίδια η Κάλλας, αυστηρότερη απ' όλους με τη φωνή της, περιγράφει το 1957 πολύ γλαφυρά: "Το τίμπρο της φωνής μου ήταν σκούρο, μαυριδερό, όταν το σκέφτομαι μου έρχεται στο νου ένα παχύρευστο λάδι." Από εκείνη την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η μαθητεία της, η ζωή της ήταν μια αέναη πάλη βελτίωσης. Απομνημόνευε μέσα σε ώρες ολόκληρες όπερες, έκανε ασκήσεις από μνήμης ακόμα και μέσα σε λεωφορεία, μελετούσε ατέλειωτες ώρες για να πιάσει την τέλεια νότα, να σβήσει 'περάσματα', να ομογενοποιήσει τον ήχο, να καθαρίσει την άρθρωση, να δυναμώσει το διάφραγμα, να πιάσει λεπτές αποχρώσεις, ευλυγισίες, ποικίλματα. Για εκείνη καμιά άσκηση δεν είναι άγονοι λαρυγγισμοί, αλλά "φανταστικά σπαράγματα μελωδιών, σχεδιάσματα παράξενων και ακαθόριστων μουσικών". Για εκείνη τίποτα δεν έχει σημασία, μόνο η φωνή. Αυτή η φωνή, για την οποία ο διευθυντής της EMI Walter Legge είπε: "Το ηχόχρωμά της οφειλόταν στην ανατομία του ουρανίσκου της, που δεν ήταν σαν τη νορμανδική αψίδα των κανονικών στομάτων, αλλά μυτερός σαν γοτθικό τόξο".
Ο αγώνας της απόλυτης επικράτησης συνεχιζόταν αδιάλειπτα, ακόμα και μετά την, κατά πολλούς, "σύντομη χρυσή εποχή της". Αλλά μήπως η αξία αυτής της απαράμιλλης φωνής ήταν μονάχα οι άρτια εκτελεσμένες νότες και η άψογη τεχνική της; Άραγε, αυτό το 'μπαλάρισμα', το τρέμουλο στα ψηλά ρετζίστρα, που χαλιναγωγήθηκε και εξαφανίστηκε στην Αθήνα, αλλά επανήλθε στα μισά περίπου της δεκαετίας του '50, ακύρωνε την ουσία της μουσικής της μοναδικότητας;
Ή μήπως, όπως έγραψε ο Terrence McNally, συγγραφέας του διάσημου 'Master Class', 'Το να ακούς την Κάλλας σαν μια Αθάνατη της Χρυσής Εποχής είναι σαν να μην έχεις ακούσει ποτέ την αληθινή της φωνή. Τα όριά της δεν έχουν καμιά σημασία μπροστά στην ερμηνευτική ιδιοφυία και στα ενστικτώδη δώρα της". Μεγάλη αλήθεια, όπως αλήθεια είναι ότι δεν την ενδιέφερε να φυλάγεται ούτε να κρατάει εφεδρείες. Στα χρόνια που ακολούθησαν ερμήνευσε περίπου ταυτόχρονα ρόλους με διαφορετικές φωνητικές απαιτήσεις, Elvira και Brunhilde, Amina και Norma, Violetta και Aida, Armida και Isolde, Gilda και Tosca, Turandot και Carmen, Fiorella και Medea. Κούρασε, πόνεσε, πίεσε τη φωνή της, έτσι το θέλησε και το πλήρωσε.
Ή μήπως, όπως έγραψε ο Terrence McNally, συγγραφέας του διάσημου 'Master Class', 'Το να ακούς την Κάλλας σαν μια Αθάνατη της Χρυσής Εποχής είναι σαν να μην έχεις ακούσει ποτέ την αληθινή της φωνή. Τα όριά της δεν έχουν καμιά σημασία μπροστά στην ερμηνευτική ιδιοφυία και στα ενστικτώδη δώρα της". Μεγάλη αλήθεια, όπως αλήθεια είναι ότι δεν την ενδιέφερε να φυλάγεται ούτε να κρατάει εφεδρείες. Στα χρόνια που ακολούθησαν ερμήνευσε περίπου ταυτόχρονα ρόλους με διαφορετικές φωνητικές απαιτήσεις, Elvira και Brunhilde, Amina και Norma, Violetta και Aida, Armida και Isolde, Gilda και Tosca, Turandot και Carmen, Fiorella και Medea. Κούρασε, πόνεσε, πίεσε τη φωνή της, έτσι το θέλησε και το πλήρωσε.
Ονειρευόταν να τραγουδάει χωρίς φραγμούς, σαν πουλί, από μικρό κορίτσι στη Νέα Υόρκη, όταν έβαζε έκθαμβη το δάχτυλο στο λαιμό του καναρινιού της για να νιώσει τον παλμό στο μικροσκοπικό του λαρύγγι. "Μην κλαις Μαίρη" την παρηγόρησε η de Hidalgo ένα βράδι που περπατούσαν στην οδό Πειραιώς. "Θα το ξεριζώσουμε το μπαλάρισμα, μη φοβάσαι." Κι εκείνη: "Δεν φοβάμαι, απ' τα νεύρα μου κλαίω."
Η Μαρία Καλογεροπούλου γράφτηκε αρχικά στο Εθνικό Ωδείο, δηλώνοντας ψευδώς ότι ήταν δεκάξι ετών για να γίνει δεκτή. Κανείς δεν υποψιάστηκε τίποτα γιατί στην πραγματικότητα η Κάλλας δεν υπήρξε ποτέ παιδί. Γεννημένη για να αντικαταστήσει τον νεκρό αδελφό της Βασίλη που πέθανε πρόωρα, μεγαλωμένη μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον εξαιτίας των φοβερών καυγάδων των γονιών της και καταπιεσμένη από την αυταρχική μητέρα της, ανέπτυξε από πολύ νωρίς ώριμους μηχανισμούς επιβίωσης. Έμαθε να κυνηγάει το στόχο της, να μην εμπιστεύεται εύκολα, να μην κοιτάζει ποτέ πίσω. Έμαθε επίσης να παίρνει από τον καθένα ό, τι καλύτερο είχε να της δώσει. Απ΄ την Ελλάδα πήρε πολλά. Κυρίως την πρώτη γεύση της ανεξαρτησίας της, την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και τη δύναμη να μην πτοείται από την τρομερή ζήλια των συναδέλφων της. Προφανώς, το "φαινόμενο Κάλλας" ολοκληρώθηκε και τελειοποιήθηκε στην πορεία, ιδίως στην Ιταλία, με τους μεγάλους μαέστρους, δασκάλους, μέντορες και σκηνοθέτες. Αλλά εκείνη η πρώτη στιγμή, στα δεκαεπτά της, με το πράσινο βελούδινο φόρεμα της Βεατρίκης, με το κοινό της Λυρικής να χειροκροτεί όρθιο, ήταν ελληνική. Η διεθνής υψίφωνος Μαρία Κάλλας, θα πει ο Πολύβιος Μαρσάν, είναι η αδιάσπαστη συνέχεια της λυρικής πρωταγωνίστριας Μαρίας Καλογεροπούλου.
"Πώς θα τραγουδήσω το βράδυ, Θεέ μου; Τι θέλουν από μένα; Πώς να είμαι καλύτερη από χθες και καλύτερη από όσο θα ήθελα να είμαι; Είναι μια τρομερή ευχή, από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω. Έτσι γεννήθηκα".
"Πώς θα τραγουδήσω το βράδυ, Θεέ μου; Τι θέλουν από μένα; Πώς να είμαι καλύτερη από χθες και καλύτερη από όσο θα ήθελα να είμαι; Είναι μια τρομερή ευχή, από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω. Έτσι γεννήθηκα".