ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΡΟΥΜΙΔΗΣ
Ο Έλληνας που ζωγράφισε το Καπιτώλιο στις ΗΠΑ
1 Ιουλίου 2008. Το αμερικανικό Κογκρέσο συνέρχεται στο Καπιτώλιο για να τιμήσει μετά θάνατο, με την υψηλότερη διάκριση του, το Χρυσό Μετάλλιο του, αυτόν που με την τέχνη του είχε κάνει σκοπό της ζωής του «να κάνει όμορφο το Καπιτώλιο της μοναδικής χώρας στον κόσμο όπου υπάρχει ελευθερία», τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Μπρουμίδη.
Ο εορτασμός των 203 χρόνων από τη γέννηση του Κων. Μπρουμίδη κρίθηκε από το Κογκρέσο πως ήταν μία καλή ευκαιρία για να τον ξανασυστήσει στην κοινωνία και στους επισκέπτες του Καπιτωλίου, την έδρα της Αμερικανικής Δημοκρατίας, καθώς με το ζωγραφικό του έργο στο Καπιτώλιο είχε βάλει στο κέντρο του ενδιαφέροντος την αξία του συμφιλιωμένου λαού, μετά την οδυνηρή εμπειρία τού Εμφυλίου πολέμου του, στερεωμένης σε αρχές που πηγάζουν από την έννοια της Δημοκρατίας όπως την ανέδειξε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Ο Κων.Μπρουμίδης είχε ελληνική καταγωγή.
Ο πατέρας του, Σταύρος, ήταν από τα Φιλιατρά, όμως η συμμετοχή της οικογένειάς του στο Ορλωφικό κίνημα που απέτυχε, τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, το 1774, να πάει στην τότε βενετική Ζάκυνθο και στη συνέχεια στη Ρώμη, το 1781. Εκεί παντρεύτηκε την Ιταλίδα Annamaria Bianchini και το 1805 γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Μπρουμίδης, ο οποίος δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, αλλά ούτε ξέχασε τον τόπο του πατέρα του. Στη Βίβλο που παρέλαβε μόλις έφτασε στις ΗΠΑ, χρόνια μετά, στα προσωπικά του στοιχεία έγραψε: «γεννημένος στη Ρώμη, από τον Σταύρο Μπρουμίδη, από τα Φιλιατρά, περιοχή της Αρκαδίας, στην Πελοπόννησο, στην Ελλάδα…».
Σπούδασε εικαστικές τέχνες στη Ρώμη, στην Accademia di San Luca, όπου είχε δασκάλους, μεταξύ άλλων, τους Camuccini, A.Canova και Danish Bertel Thordwalsen. Από αυτούς διδάχθηκε τη νεότερη προσέγγιση της κλασσικής και νεοκλασικής τέχνης και από τον F.Agricola την ανάδειξη των ιστορικών και θρησκευτικών θεμάτων. Η ζωγραφική ικανότητα του στα θρησκευτικά θέματα τον έφεραν στο Βατικανό, κοντά στον πάπα Γρηγόριο 16 ο και του έδωσαν την ευκαιρία να διακοσμήσει αρκετές εκκλησίες στη Ρώμη, αλλά και να κάνει το πορτραίτο του Πάπα.
Σπούδασε εικαστικές τέχνες στη Ρώμη, στην Accademia di San Luca, όπου είχε δασκάλους, μεταξύ άλλων, τους Camuccini, A.Canova και Danish Bertel Thordwalsen. Από αυτούς διδάχθηκε τη νεότερη προσέγγιση της κλασσικής και νεοκλασικής τέχνης και από τον F.Agricola την ανάδειξη των ιστορικών και θρησκευτικών θεμάτων. Η ζωγραφική ικανότητα του στα θρησκευτικά θέματα τον έφεραν στο Βατικανό, κοντά στον πάπα Γρηγόριο 16 ο και του έδωσαν την ευκαιρία να διακοσμήσει αρκετές εκκλησίες στη Ρώμη, αλλά και να κάνει το πορτραίτο του Πάπα.
Όμως, η ιστορία δεν τον ευνόησε ποτέ. Αν τα Ορλωφικά έδιωξαν τον πατέρα του από την Πελοπόννησο, η εξέγερση των Ιταλών που ζητούσαν την ένωση της χώρας τους, το 1848, τον οδήγησε στη φυλακή γιατί αρνήθηκε, ενώ είχε γίνει λοχαγός του Παπικού Στρατού, να στραφεί κατά των επαναστατών λόγω των φιλελεύθερων ιδεών του. Η αποφυλάκιση του, 14 μήνες μετά, έγινε υπό έναν όρο: να φύγει από την Ιταλία. Το δέχτηκε αμέσως γιατί από καιρό επιζητούσε να πάει στις ΗΠΑ. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1852 έφτασε στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά έγινε Αμερικανός πολίτης και το 1855 βρισκόταν στην Ουάσιγκτον. Εκεί, όταν διάβασε σε αγγελία εφημερίδας ότι οι αρχιτέκτονες του Καπιτωλίου Walter και Meigs αναζητούσαν καλλιτέχνες που να γνωρίζουν την τέχνη της νωπογραφίας, έσπευσε να τους συναντήσει. Στο «Ημερολόγιο» του ο Meigs έγραψε σχετικά: «συνάντησα έναν γεμάτο ζωή ηλικιωμένο άντρα, με μία πολύ κόκκινη μύτη είτε από τον μεξικανικό ήλιο είτε από το μπράντι.» Ο Κων.Μπρουμίδης ήταν τότε 50 ετών και μόλις είχε επιστρέψει από την πόλη του Μεξικού όπου είχε διακοσμήσει τον μητροπολιτικό ναό της «Αγίας Τριάδας».
Από το 1855 και έως το τέλος της ζωής του, στις 19 Φεβρουαρίου 1880, δεν σταμάτησε να δημιουργεί στο Καπιτώλιο. Διακόσμησε, μεταξύ άλλων, την Προεδρική Αίθουσα, την Αίθουσα των Συνεδριάσεων της Βουλής, την Αίθουσα της Υποδοχής της Γερουσίας, τα κάγκελα για όλες τις σκάλες στους διαδρόμους της Γερουσίας, κά. Στην τέχνη του εμπνεόταν από την Αναγέννηση, εκτιμούσε την τεχνοτροπία του Ραφαήλ, υιοθέτησε την τεχνική μπαρόκ στη νωπογραφία, αλλά αποκλήθηκε ο «Μιχαήλ Άγγελος του Καπιτωλίου των ΗΠΑ» λόγω της τεχνικής των νωπογραφιών του Μιχαήλ Αγγέλου που πρώτος αυτός εφάρμοσε στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα με το κορυφαίο έργο του την «Αποθέωση του Ουάσινγκτον», στη Ροτόντα, στο κέντρο του Καπιτωλίου, το οποίο δημιούργησε μέσα σε 11 μόνο μήνες, και τη ζωφόρο με έργα που απεικονίζουν σημαντικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας.
Από το 1855 και έως το τέλος της ζωής του, στις 19 Φεβρουαρίου 1880, δεν σταμάτησε να δημιουργεί στο Καπιτώλιο. Διακόσμησε, μεταξύ άλλων, την Προεδρική Αίθουσα, την Αίθουσα των Συνεδριάσεων της Βουλής, την Αίθουσα της Υποδοχής της Γερουσίας, τα κάγκελα για όλες τις σκάλες στους διαδρόμους της Γερουσίας, κά. Στην τέχνη του εμπνεόταν από την Αναγέννηση, εκτιμούσε την τεχνοτροπία του Ραφαήλ, υιοθέτησε την τεχνική μπαρόκ στη νωπογραφία, αλλά αποκλήθηκε ο «Μιχαήλ Άγγελος του Καπιτωλίου των ΗΠΑ» λόγω της τεχνικής των νωπογραφιών του Μιχαήλ Αγγέλου που πρώτος αυτός εφάρμοσε στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα με το κορυφαίο έργο του την «Αποθέωση του Ουάσινγκτον», στη Ροτόντα, στο κέντρο του Καπιτωλίου, το οποίο δημιούργησε μέσα σε 11 μόνο μήνες, και τη ζωφόρο με έργα που απεικονίζουν σημαντικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας.
Η «Αποθέωση του Ουάσινγκτον» συμβολίζει τη ζωή και την ελευθερία, οικουμενικές και διαχρονικές αρχές που κληρονόμησε ο ελληνικός πολιτισμός, και υιοθετήθηκαν από την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Ο καλλιτέχνης είδε τον Ουάσινγκτον ως τον Δία καθισμένο στο θρόνο του, να κρατά στο αριστερό χέρι του ένα σπαθί, με στρατιωτική στολή και τα πόδια του τυλιγμένα με ύφασμα. Δεξιά του κάθεται η «Ελευθερία» και αριστερά η φτερωτή «Νίκη» που κρατά μια σάλπιγγα με την οποία αναγγέλλει τον θρίαμβο της νίκης. Πλησίον του βρίσκονται 13 Παρθένες, αλληγορικές φιγούρες των τότε Πολιτειών της Αμερικής, που κρατούν στα χέρια τους μια ταινία με τη λατινική φράση: «E Pluribus Unum».
Γύρω από την μπορντούρα του Θόλου αναπτύσσονταν έξη συμπλέγματα θεών του Ολύμπου με τους ακόλουθους συμβολισμούς: η Αθηνά για την Επιστήμη, ο Ποσειδώνας για τη Ναυτιλία, ο Ερμής για το Εμπόριο, ο Ήφαιστος για τις Κατασκευές και η Δήμητρα για τη Γεωργία. Το σύμπλεγμα της «οπλισμένης Ελευθερίας» παραπέμπει στην καταδίωξη τους εγκλήματος, των σκληρών ηγεμόνων και των καταχραστών της εξουσίας.
Γύρω από την μπορντούρα του Θόλου αναπτύσσονταν έξη συμπλέγματα θεών του Ολύμπου με τους ακόλουθους συμβολισμούς: η Αθηνά για την Επιστήμη, ο Ποσειδώνας για τη Ναυτιλία, ο Ερμής για το Εμπόριο, ο Ήφαιστος για τις Κατασκευές και η Δήμητρα για τη Γεωργία. Το σύμπλεγμα της «οπλισμένης Ελευθερίας» παραπέμπει στην καταδίωξη τους εγκλήματος, των σκληρών ηγεμόνων και των καταχραστών της εξουσίας.
Όμως, ο Κ. Μπρουμίδης δεν έμενε προσκολλημένος στο παρελθόν. Η τεχνολογική εξέλιξη δεν τον άφηνε αδιάφορο, γι’ αυτό στο Θόλο και στα συμπλέγματα του, εκτός από τις θεότητες βρίσκονται οι ανακαλύψεις της εποχής, όπως η ηλεκτρική γεννήτρια, το καλώδιο του τηλέγραφου, κά. Όταν ανέλαβε το έργο είχε πει : Η μόνη μου φιλοδοξία και καθημερινή μου προσευχή είναι να μπορέσω να ζήσω αρκετά, για να εξωραΐσω το Καπιτώλιο …», και παρά τις δυστυχίες που τον βρήκαν, σε προσωπικό επίπεδο, και το ατύχημα να πέσει από την σκάλα, κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είδε το έργο του στη Ροτόντα ολοκληρωμένο.
Όμως, από 1880 έως και το 1937 ξεχάστηκε εντελώς. Μόνο όταν η σύζυγος ενός βουλευτή από την Αριζόνα, η Myrtle Cheney Murdock άρχισε να αναζητά στοιχεία για τον «C.Burundi που υπογράφει τόσα έργα, αλλά κανείς δεν τον ξέρει» και έγραψε την πρώτη βιογραφία του, το 1950, μόνο τότε η ζωή του επανήλθε στην επιφάνεια. Έκτοτε, μαζί με τις τιμές που αποδίδονται στην προσωπικότητά του, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πως μέσω αυτού τιμάται η ελληνική διασπορά στις ΗΠΑ, η συνεχής παρουσία της εκεί και βέβαια η σταθερή μέσα στο χρόνο φιλία των λαών, του Ελληνικού και του Αμερικανικού.
Όμως, από 1880 έως και το 1937 ξεχάστηκε εντελώς. Μόνο όταν η σύζυγος ενός βουλευτή από την Αριζόνα, η Myrtle Cheney Murdock άρχισε να αναζητά στοιχεία για τον «C.Burundi που υπογράφει τόσα έργα, αλλά κανείς δεν τον ξέρει» και έγραψε την πρώτη βιογραφία του, το 1950, μόνο τότε η ζωή του επανήλθε στην επιφάνεια. Έκτοτε, μαζί με τις τιμές που αποδίδονται στην προσωπικότητά του, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πως μέσω αυτού τιμάται η ελληνική διασπορά στις ΗΠΑ, η συνεχής παρουσία της εκεί και βέβαια η σταθερή μέσα στο χρόνο φιλία των λαών, του Ελληνικού και του Αμερικανικού.