Η κρίση δεν είναι μόνο υγειονομική
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Η κρίση δεν είναι μόνο υγειονομική

Τα μηνύματα του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Της Τασούλα Επτακοίλη 

Η ανθρωπότητα που, λόγω πανδημίας, μοιάζει να βρίσκεται περιστοιχισμένη από ένα αδιαπέραστο χάος. Tα πρωτόγνωρα διλήμματα μπροστά στα οποία βρέθηκαν οι πολιτικές εξουσίες. Οι «έκτακτες συνθήκες» και η εγγενής ιστορική ασάφεια της ίδιας της ιδέας του «εκτάκτου» και αναπάντεχου. Η ανυπομονησία για επιστροφή στην «κανονικότητα», έστω κι αν αυτή η κανονικότητα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μια χιμαιρική νοηματική κατασκευή, ένα ρητορικό σχήμα που δεν αντιστοιχεί σε καμιά «πραγματική πραγματικότητα». Το ομιχλώδες σήμερα και η αβέβαιη εκκολαπτόμενη μ.Π. («μετά πανδημίαν») εποχή.

Ολα αυτά είναι μερικές μόνο από τις ψηφίδες του παζλ που σχηματίζει ένα νέο βιβλίο, που γεννήθηκε στη διάρκεια του παρατεταμένου εγκλεισμού: «Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας», του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη. «Τίποτε πια δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Καλούμαστε να σκεφτούμε από την αρχή τις θεμελιώδεις κατηγορίες με τις οποίες έχουμε συνηθίσει να αποκωδικοποιούμε έναν ολοένα και πιο περίπλοκο κόσμο», λέει ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κι αυτός είναι ο στόχος του βιβλίου του: η παραγωγή νέων σκέψεων, επιφυλάξεων και αμφισβητήσεων πάνω σε μια υγειονομική κρίση που δεν είναι αποκλειστικά και μόνο υγειονομική αλλά γενική και πολυεπίπεδη.

Kαι τότε, ένα ωραίο πρωί, ή μάλλον μια σκοτεινή νύχτα, ενέσκηψε η COVID-19. Hταν ένα «γεγονός» που ήδη από την πρώτη στιγμή απειλούσε να λειτουργήσει ως εσαεί «ανοριοθέτητο γίγνεσθαι». Ο θανάσιμος ιός φάνηκε να πέφτει από τον ουρανό. Και ο κόσμος όλος έμεινε άφωνος. Ακόμα και οι επίδοξες Κασσάνδρες, που πάντα προσβλέπουν με αγαλλίαση σε κάθε λογής καταστροφές, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Από μιαν άποψη βέβαια θα έπρεπε ίσως να ήμαστε στοιχειωδώς προετοιμασμένοι –ή τουλάχιστον υποψιασμένοι– για το τι θα μπορούσε να ταράξει την αταραξία μας. Hδη εδώ και πολύ καιρό οι πάσης φύσεως οικοπεριβαλλοντολόγοι δεν κουράζονταν να επισημαίνουν ότι η αιώνια «φύση» έχει αρχίσει να εκδικείται τους αδίστακτους «αξιοποιητές» και καταπατητές της. Oλοι θα όφειλαν λοιπόν να γνωρίζουν ότι ακόμα και οι χειρότερες φυσικές καταστροφές είναι δυνατόν να συμβούν. Oπως αποδείχθηκε όμως, οι τεκμηριωμένες αυτές καταγγελίες δεν υπήρξαν ικανές για να συγκινηθεί το ευρύτερο ακροατήριο των απανταχού δύσπιστων, που βρίσκεται ακόμα επίμονα προσηλωμένο σε μια «πραγματικότητα» η οποία, όπως αφελώς πιστεύεται, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο εκτός από αυτό που «είναι». Τίποτα, ούτε καν το ενδεχόμενο μιας επικείμενης καταστροφής, δεν φαίνεται να μπορεί να ταρακουνά τη μακάρια καθημερινότητα μιας κοινωνίας που έχει εθισθεί στο να προτιμά τον ήρεμο λήθαργο από μιαν απαιτητική και συχνά επώδυνη εγρήγορση. Με δεδομένο λοιπόν πως κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι η «δική του» καθημερινότητα θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά σε μια στιγμή επί τα χείρω, η συστηματική αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων τείνει πάντα να μετατίθεται προς κάποιον άλλο «ευθετότερο» χρόνο. Σαν να ήταν λαθρεπιβάτες της ίδιας τους της μοίρας, οι περισσότεροι άνθρωποι πεινούν πριν καν να σκεφθούν πως θα έπρεπε να έχουν ήδη προμηθευθεί τα μαγειρικά τους σκεύη. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για το ότι, ακόμα και στις τάξεις όσων ειλικρινά προβληματίζονται για το ενδεχόμενο ενός μακροπρόθεσμου ολέθρου, τα πράγματα αφήνονται συνήθως να «κυλήσουν» από μόνα τους. Θα ’λεγε κανείς πως, πολύ περισσότερο από συνταγή κοινωνικής οργάνωσης, το laisser faire, και ακόμα περισσότερο το laisser aller, μοιάζει να έχει γίνει τρόπος ζωής.

«Κανονικότητα», το έσχατο οχυρό
Πώς όμως άραγε θα ήταν δυνατόν ο κόσμος να μην ονειρεύεται μιαν απλή «επάνοδο» σε κάποιου είδους «κανονικότητα»; Ακόμα και αν η «κανονικότητα» αυτή δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μια χιμαιρική νοηματική κατασκευή, ένα ρητορικό σχήμα που δεν αντιστοιχεί σε καμιά «πραγματική πραγματικότητα», η προσήλωση σε μια πεποιημένη «κανονικότητα» λειτουργεί ως έσχατο οχυρό ενάντια σε οτιδήποτε άγνωστο μπορεί να μας απειλεί. Πριν όμως να μας προφυλάξει, η «κανονικότητα» αυτή θα πρέπει πρώτα να έχει «συγκροτηθεί νοηματικά», ίσως ακόμα και εκ του μηδενός. Εις πείσμα των περί του αντιθέτου βεβαιώσεων όσων πιστεύουν, μαζί με τον Φον Ράνκε, ότι το παρελθόν, ίσως και το παρόν, μπορεί να αναπλασθεί «όπως πραγματικά ήταν» (wie es eigentlich gewesen ist), είναι αναμφισβήτητο πως το οπωσδήποτε πρωτο-συγκροτούμενο ή ανα-συγκροτούμενο «παρελθόν», ή «παρόν», δεν μπορεί να «προκύψει» αλλιώς παρά ως παράπλευρο προϊόν μιας εσκεμμένης ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση απατηλής ή ακόμα και «κίβδηλης» αφήγησης.

Η πολιτική ξανά στο προσκήνιο
Οι χαλεποί καιροί συνεπιφέρουν χαλεπούς, αβέβαιης έκβασης και σε κάθε περίπτωση μη αποφασίσιμους εκ των πρότερων χειρισμούς. Δεδομένου λοιπόν ότι η συμβολική αξία της ζωής, της υγείας και της οπωσδήποτε νοούμενης ευζωίας δεν είναι ηθικά και «αισθητικά» επιτρεπτό να αποτυπώνεται με ψυχρά «τεχνικά» κριτήρια, τα προκύπτοντα διλήμματα θα πρέπει να εκφράζονται με ποιοτικούς, αξιακούς και ιδεολογικούς, δηλαδή σε τελική ανάλυση με πολιτικούς όρους. Μπροστά στην απειλή του ολέθρου, οι ιδέες του «καλού» και του «κακού» δεν είναι λοιπόν πια δυνατόν να είναι προφανείς. Στο μέτρο ακριβώς που δεν τολμούν (τουλάχιστον ακόμα!) να μην (παριστάνουν ότι) προσυπογράφουν τη ρήση του Αντρέ Μαλρό ότι «μια ζωή δεν αξίζει τίποτε, τίποτε όμως δεν αξίζει όσο μια ζωή», οι πολιτικές εξουσίες μοιάζουν υποχρεωμένες να προβαίνουν σε καθημερινές σταθμίσεις ανάμεσα σε εξ υποθέσεως μη σταθμίσιμες και μη «λογικά ιεραρχήσιμες» προτεραιότητες. Οι αδιάβατοι πλέον Ρουβίκωνες δεν είναι πια στρατηγικοί και τακτικοί, αλλά ηθικοί. Κατ’ ανάγκην λοιπόν, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η πρόσληψη των ορίων του πολιτικού φαινομένου φαίνεται να μετατοπίζεται αποφασιστικά. Δίχως να το έχει προβλέψει κανείς, και σε μιαν εποχή όπου μπορούσε ακόμα να θεωρείται λίγο-πολύ αυτονόητο πως όλες οι κοινωνικές αντιφάσεις και όλα τα ανοικτά προβλήματα θα «έπρεπε» να είναι δυνατόν να επιλύονται βάσει των αυτοματοποιημένων κανόνων του αγοραίου ορθολογισμού, η αδοκήτως ενσκήψασα «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» σηματοδότησε μιαν αναπάντεχη διεύρυνση των ορίων του πολιτικού. Γεγονός που ισοδυναμεί με την αδόκητη επάνοδο της ίδιας της πολιτικής στο προσκήνιο των πραγμάτων. Από τη στιγμή που τα τρομακτικά φαντάσματα του θανάτου και της αποσύνθεσης των πάντων κυκλοφορούν δίχως να πτοούνται από «αρχές», «κανονικότητες», καταστατικές απαγορεύσεις ή αυστηρά οριοθετημένες «αρμοδιότητες», μια «πολιτική εξουσία» που θέλει να σέβεται την ένδοξη ιστορία των προκάτοχων της δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή από το να αναλάβει άμεσες δράσεις τις οποίες, υπό άλλες συνθήκες, θα προτιμούσε να έχει μπορέσει να αποφύγει. Μαζί με τους θεούς και τους ανθρώπους, και οι εξουσίες «ανάγκα πείθονται» ή τουλάχιστον θα έπρεπε να πείθονται.

Τι είναι εντέλει αναγκαίο;
Σε τι όμως ακριβώς συνίστανται αυτές οι «έκτακτες συνθήκες»; Και σε ποιο βαθμό μπορούν οι συνθήκες αυτές να δικαιολογούν τα κάθε λογής μέτρα; Τι είναι εντέλει «αναγκαίο» και ποιος θα κρίνει; Ερωτήματα που παραμένουν εκ προοιμίου αναπάντητα, πολλώ μάλλον που δεν διατίθεται ούτε ο επαρκής χρόνος ούτε η αναγκαία ηρεμία για να διερευνηθεί εξονυχιστικά εάν πράγματι «δικαιολογείται» ή «επιβάλλεται» η ευθεία παρέκκλιση από το μέχρι πρόσφατα συνήθως συμβαίνον, ή ακόμα και για να τεθούν διαδικαστικά ερωτήματα όπως «ποιος δικαιούται, ποιος είναι αρμόδιος και ποιος “πρέπει” να αποφασίσει» και να δράσει αυτοβούλως ή ακόμα και αυθαιρέτως.

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά μόνον μία: Από τη στιγμή που κανένας πια δεν μπορεί να αμφιβάλλει πως οπωσδήποτε «κάτι πρέπει να γίνει» τώρα, εδώ και αμέσως, μόνον εκείνοι που ήδη διαθέτουν, τύποις έστω, τόσο το έννομο μονοπώλιο της υλικής βίας όσο και τη θεσμοποιημένη δικαιοδοσία να νομοθετούν θα κληθούν να κρίνουν επί ζώντων και νεκρών. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναλαμβάνουν συνεχείς πρωτοβουλίες παρεμβαίνοντας σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και σε ολόκληρο το φάσμα των καθημερινών πρακτικών των ελεύθερων πολιτών, τις περισσότερες φορές μάλιστα με τη «διαδικασία του κατεπείγοντος».

Ετσι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο η εν πολλοίς ξεχασμένη ανάγκη προσφυγής στην ύπατη και έσχατη αρμοδιότητα της οποιασδήποτε (πολιτικής) εξουσίας να δρα ως μόνος εγγυητής της αποκατάστασης της απειλούμενης κοινωνικής συνοχής και αρμονίας. Μιας κοινωνικής συνοχής που δεν μπορεί να νοηθεί αλλιώς παρά σε συνάρτηση με τη φαντασιούμενη απολεσθείσα «κανονικότητα». Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι εκείνοι που εμπλέκονται, έστω εμμέσως, στη διαχείριση του κοινού γίγνεσθαι καλούνται και πάλι να μιλούν, να σκέπτονται και να δρουν αμελλητί στο όνομα μιας φαντασιακά τουλάχιστον προβαλλόμενης «σωτηρίας» της κλυδωνιζόμενης αυτής «κανονικότητας».

Πηγή: Εφ. «Καθημερινή της Κυριακής».