Ομιλία στα Εγκαίνια της Δομής διδασκαλίας της υφαντικής τέχνης στο Γεράκι Λακωνίας (18-7-2021)
Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας το παρελθόν δεν τροφοδότησε με τόσο πρωτοποριακά μηνύματα το μέλλον. Γιατί πρωτοπορία είναι σήμερα, κάνοντας πράξη την σύμβαση για την άυλη πολιτισμική κληρονομιά της UNESCO, να επιχειρούμε να ξαναπιάσουμε κυριολεκτικά το κομμένο νήμα, ξαναβάζοντας την ξεχασμένη υφαντική τέχνη στην καθημερινότητα της οικονομικής ζωής, κινητοποιώντας τις γυναίκες πρώτα απ’ όλα, που έχουν περισσότερο πληγεί από την κρίση, αλλά και τους άνδρες να ξανακαθίσουν στους αργαλειούς και να διδάξουν την πανάρχαια ιερή τέχνη και τεχνική της ύφανσης στους νέους. Η οικονομική κρίση, η παγκόσμια οικολογική κρίση μας όλα μαζί μας υποχρεώνουν να στραφούμε σε μορφές παραγωγής και οικονομίας του παρελθόντος.
Οι υφάντρες, μυθικές και πραγματικές, συμβολικές και καθημερινές, οι ατέλειωτοι αργαλειοί του ελληνικού μυθολογικού και ιστορικού χώρου και άλλων λαών και τα άπειρα υφαντά που βγήκαν από τα χέρια έμπειρων τεχνιτριών, οι γοητευτικές και συνάμα διδακτικές παραδόσεις για την υπεροπτική αράχνη, ως δασκάλα της υφαντικής τέχνης, οι μαγικοθρησκευτικές πρακτικές της ύφανσης των «μονομερίτικων» αφιερωματικών υφασμάτων σε εικόνες αγίων προκειμένου να φορεθούν κατάσαρκα από ασθενείς, πρακτικές που παραπέμπουν στον ιερό ιαματικό πέπλο της θεάς Αθηνάς, όλα αυτά τα ωραία και θαυμαστά αφορούν την τέχνη της ύφανσης με ένα απλό θαυματουργό εργαλείο τον εργαλειό - αργαλειό, εργαστήρι με τα εξαρτήματά του και την ονοματολογική ποικιλία τους.
Κι εδώ έχετε το πιο απλό εργαλείο, τον όρθιο αργαλειό, της Πηνελόπης. Ο αργαλειός, ο ιστός, το εργαστήρι, ο λάκκος, και η σχετική ορολογία (κλώθω, ιδιάζω, υφαίνω, ξυφαίνω, υφαντό, φάδι κ.τ.τ.) φιλολογικά μας παραπέμπουν σε καταστάσεις γυναικείου εκούσιου ή ακούσιου αποκλεισμού, απομόνωσης και πονηριάς, ως τρόπου διαφυγής από τα δεσμά των ανδροκρατούμενων κοινωνιών. Η Πηνελόπη, να ξεγελά τους μνηστήρες υφαίνοντας και ξεϋφαίνοντας το πανί, η Πρόκνη να κοινοποιεί το φοβερό μυστικό της στην Φιλομήλα μέσα από το υφαντό της (στα δημοτικά μας τραγούδια «Η νύφη που κακοτύχησε στο γάμο της, σπουδαία υφάντρα, αναγνωρίζεται από τη μητέρα της από την ποιότητα του υφαντού της), η Καλυψώ να σαγηνεύει τους συντρόφους του Οδυσσέα (ιστόν εποιχομένη), η Ελένη «να υφαίνει» τον θάνατο των παληκαριών στην Τροία, και τέλος η κόρη στο δημοτικό τραγούδι, που «έχει ασημένιον αργαλειό και φιλντισένιο χτένι» και «σκανταλίζει» με το τραγούδι της τους περαστικούς, ακόμη και τον ήλιο, που εξαιτίας της αργεί να βασιλέψει.
Η υφάντρα (ανυφαντού) γενικά, τεχνίτρα και μάγισσα, που σαγηνεύει τους άντρες με το ρυθμικό χτύπημα του αργαλειού και το συνοδευτικό τραγούδι της. Αφοσιωμένη άλλοτε στο υφαντό της, που απαιτεί προσοχή και συγκέντρωση, ξεχνάει τον αγαπημένο της, ο οποίος παραπονείται:
-Έπεσ’ ο νους σου στο παννί κι ο λογισμός σ’ το χτένι
κι εμένα μ’ επαράτησες και πλιά δε με θυμάσαι.
-Δε σ’ απαρνούμαι, ρήγα μου, πάλε στο νού μου σ’ έχω,
σ’ έχω γραμμένο στο παννί και στο ξυλόχτενό μου
κι απάνω στην σαϊτα μου σ’ έχω ζωγραφισμένο
και μέσα στα μιτάρια μου χρυσοπεριπλεμένο.
Καμιά φορά πάλι η δυσκολία της αρχής και του τελειώματος του υφαντού εν-τείνει το πρόβλημα της αναγκαίας απομόνωσης της κόρης που υφαίνει και ομολογεί:
Στη λύση δέση του πανιού τον αγαπώ δε θέλω,
μόνο στη μέση του πανιού να τραγουδώ, να υφαίνω.
Η υφαντική κατ’ εξοχήν γυναικεία απασχόληση, και κυρίως ο αργαλειός ως εργαλείο συνδέονται τοπικά, γλωσσικά και συμβολικά με μια σειρά ακόμη αναπαραστάσεις.
Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια κάθε φορά, που η χρήση του υφαίνω είναι κυριολεκτική, υποκείμενο είναι γυναίκες. Υφαίνει η Καλυψώ, η Πηνελόπη, η Ελένη, οι γυναίκες της Σιδώνας. Κάθε φορά όμως που το ρήμα χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία το υποκείμενο είναι άνδρες. Υφαίνουν ο Οδυσσέας, ο Νέστορας, οι μνηστήρες. Υφαίνουν όμως με το νου, σκέψεις και σχέδια. Έτσι ενώ οι γυναίκες υφαίνουν με τις κινήσεις των χεριών και της σαΐτας, τα πολεμικά στρατηγήματα και τα παιχνίδια προέρχονται από την περιοχή των ανδρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Οδύσσεια το ρήμα υφαίνω χρησιμοποιείται δυο φορές με την κυριολεκτική του έννοια, ενώ για την περιγραφή του δόλου της Πηνελόπης χρησιμοποιείται το ρήμα τολυπεύω, που σημαίνει κλώθω και σήμερα γνωστό ως κωλυσιεργώ, που αποδίδει την πραγματική σημασία του δόλου. Άλλο όμως κλώθω και άλλο υφαίνω σκέψεις, εξυφαίνω σχέδια.
Χώρος, λοιπόν, γυναικείας υπομονετικής, δημιουργικής δραστηριότητας ο αργαλειός, ταυτισμένος με το σώμα που τον κινεί και μεταφορικά-συμβολικά χώρος και χρόνος, το βίωμα της παιδικής ηλικίας με τα χρώμα-τα των γερακίτικων υφαντών, τα λουλούδια και τα σχήματα, τους ήχους των τελευταίων αργαστηριών, τις παλιές υφάντρες, που «υφαίνουν όνειρα», για να κρατούν άμυνα στην αποδρομή του λαϊκού πολιτισμού, μπροστά στα βιομηχανοποιημένα υφάσματα και στρωσίδια. Αυτό το απλό αλλά τόσο θαυματουργό εργαλείο, που επέτρεπε στην υφάντρα να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στην ύφανση, κόντρα στον αυτοματισμό, που εξασφάλιζε την κυριαρχία της αρχής της εναλλαγής με την παραγωγή ίδιων ακριβώς προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες και καταργούσε τη μοναδικότητα του χειροποίητου. Ο αργαλειός, γυναικείος χώρος, είναι «σκλαβιά μεγάλη», όπως λέει και το δίστιχο:
Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
Κι αυτός ο έρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.
Παράλληλα είναι το στιβαρό όχημα, που μπορεί να οδηγήσει προς την πολυπόθητη ελευθερία, που εξασφαλίζει η τίμια εξοικονόμηση των προς το ζην, ιδιαίτερα σε καιρούς δύσκολους. Ελπίζω και το εύχομαι η σύγχρονη δυναμική Πηνελόπη, ιέρεια μιας πανάρχαιας τέχνης να παγιδεύσει στον «ιστό» της την οικονομική κρίση.
Για την τέχνη και την τεχνική έχουμε καιρό να πούμε πολλά, όταν θα λειτουργήσει η σχολή. Ελπίζω πως ο κ. περιφερειάρχης, κ. Νίκας, να φροντίσει για τη συνέχεια των μαθημάτων. Η Επιτροπή Ελλάδα 2021 εξ αρχής ενδιαφέρθηκε για την προώθηση των θεμάτων της χειροτεχνίας. Έτσι σε συνεργασία με το Υπουργείο Ανάπτυξης δημιουργήθηκε η Επιτροπή Χειροτεχνίας, η οποία έχει υποβάλει προτάσεις και υπομνήματα και ελπίζουμε γρήγορα να ξεκινήσει, σε συνεργασία και με το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο θα χειρισθεί το κονδύλιο του Ταμείου Ανάκαμψης, το έργο της ενίσχυσης των πάσης φύσεως χειροτεχνών και δημιουργικών βιομηχανιών. Ήδη με τη φροντίδα μας περ. 12 προτάσεις δήμων και περιφερειών στο πρόγραμμα Τρίτσης αφορούν τη χειροτεχνία. Θα αναφερθώ σε δύο από αυτές που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με το Γεράκι. Πρόκειται για δύο μεγάλες κωμοπόλεις την Αράχοβα Φωκίδας και την Βλάστη Εορδαίας της Δυτ. Μακεδονίας. Στην Ελλάδα, όπου οι οποιεσδήποτε προσπάθειες κρατούν λίγο και δεν έχουν συνέχεια, για λόγους που γνωρίζουμε όλοι, όπου ο ΕΟΜΜΕΧ δημιούργημα της Αγγελικής Χατζημιχάλη, διαλύθηκε, οι τοπικές σχολές χειροτεχνίας έσβησαν, σήμερα προσπαθούμε να ανασυστήσουμε ό,τι απέμεινε.
Η Αράχοβα, ορεινό χωριό με ιστορία και παράδοση στην υφαντική (εικ. 3-4).
Εκεί πριν από μια δεκαετία ξεκίνησε η αναβίωση της υφαντικής, που είχε ξεχαστεί. Κρατώντας στενή σχέση με την παράδοσή της, κατάφερε να ξεκινήσει και πάλι. Ένα μουσειάκι υφαντικής, μαθήματα εκμάθησης υφαντικής και κεντητικής.
Με το Πρόγραμμα Τρίτσης ελπίζω ότι θα προχωρήσουν. Εκεί έχουν αυτό το ωραίο έθιμο να κρεμούν στα μπαλκόνια τα υφαντά, όπως εσείς, για περηφάνεια, κατά το τριήμερο πανηγύρι του Άι Γιώργη, στο οποίο συρρέουν επισκέπτες από όλη την περιοχή.
Όλοι οι Αραχοβίτες, όπου γης μαζεύονται και γιορτάζουν ντυμένοι με τις τοπικές τους φορεσιές. Χορεύουν, αγωνίζονται με βραβείο ένα αρνί ή κατσίκι.
Η Αράχοβα έχει τουρισμό, κτηνοτροφία (ένα τυρί ΠΟΠ: φορμαέλα), ένα πανηγύρι ως άυλη πολιτισμική κληρονομιά, δημοτική σχολή υφαντικής. Μοιάζει πολύ με το Γεράκι. Έχει τα ίδια προβλήματα.
Η παραδοσιακή χειροποίητη κλωστοϋφαντουργία κράτησε ζωντανή τη Βλάστη Κοζάνης τη δεκαετία του ’60, όταν η ελληνική ύπαιθρος άδειαζε από τη μετανάστευση και την αστυφιλία.
Το πρότυπο κέντρο υφαντικής που ίδρυσαν Σουηδοί μηδένισε την ανεργία, εξασφάλισε εργασία στις γυναίκες, μα πάνω απ’ όλα άνοιξε τους ορίζοντες της κλειστής ορεινής κοινωνίας. Τσάντες, φορέματα, φούστες μίνι και μάξι, γιλέκα με τα οποία φιγουράριζαν μοντέλα στα πρωτοσέλιδα σουηδικών περιοδικών κατέκτησαν την αγορά της Σουηδίας και της Ευρώπης. Τα ρούχα της Βλάστης είχαν γίνει μόδα. Το άγνωστο στο ευρύ κοινό ευεργέτημα των Σουηδών στους Μπλατσιώτες, το «Σουηδικό», όπως αποκαλούν το κέντρο υφαντικής, ιδρύθηκε το 1963 από την ενεργή έως τώρα σουηδική φιλανθρωπική οργάνωση ΙΜ ως μέσον αυτοβοήθειας με στόχο να εκπαι-δεύσει τις γυναίκες του χωριού να αξιοποιήσουν την αυτοδίδακτη γνώση τους στην υφαντική (πλύσιμο των μαλλιών, γνέσιμο, βαφή, ύφανση) με πρώτη ύλη το μαλλί από την πλούσια κτηνοτροφική παραγωγή τους. Ήταν ένας τρόπος να τονώσουν οικονομικά τη ζωή της κοινότητας και να περιορίσουν την αυξανόμενη εγκατάλειψη.
Οι Σουηδοί παρέδωσαν το κέντρο υφαντικής στην κοινότητα το 1988 σε πλήρη λειτουργία, με την ευχή να το συνεχίσει και να το επεκτείνει. Ήταν η αρχή του τέλους. Οι προσλήψεις ανειδίκευτων εργατών στα εργοστάσια της ΔΕΗ, ο πόθος των κοριτσιών να εξασφαλίσουν μια καλή προί-κα για να παντρευτούν και να ζήσουν στα αστικά κέντρα, μείωσε τον πληθυσμό. Δεν υπήρχαν πια υφάντρες. Το κέντρο στέκει κλειστό, αναξιοποίητο, σιωπηλό. Η ένταξή του στο Πρόγραμμα Τρίτσης της περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας και η παράλληλη ενίσχυση των μαθημάτων υφαντικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλώρινας ελπίζουμε ότι θα δώσει την ενδεδειγμένη λύση.
Και οι δύο περιπτώσεις ταιριάζουν με τη δική σας. Συνεργασθείτε. Να προσθέσω εδώ και το καλό παράδειγμα της γειτονικής σας Τσακωνιάς που προσπαθεί να αναδείξει την υφαντική.
Το 1985 ο αείμνηστος συντοπίτης σας Στάθης Δαμιανάκος στο αιρετικό τότε βιβλίο του «Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός» κάνει λόγο για την διαφαινόμενη ομογενοποίηση και την ανάγκη για συγκέντρωση και διάσωση βιοϊστορικών μαρτυριών, που αναφέρονται στους λαϊκούς πολιτισμούς των οποίων οι τελευταίοι φορείς χάνονται, ο ένας μετά τον άλλο, μπροστά στα μάτια μας. «Σήμερα, γράφει, εποχή γενικευμένης και άκριτης κατεδάφισης, όταν και οι ύστατες επιβιώσεις της πηγαίας συλλογικής δημιουργικότητας έχουν τεθεί υπό ανηλεή διωγμό ή τις έχει οικειοποιηθεί η εμπορική διαφήμιση, ένα τέτοιο έργο (προστασίας του λαϊκού πολιτισμού) δεν εξυπηρετεί μόνο ερευνητικές ανάγκες ή ανάγκες προσδιορισμού μιας δυσεύρετης, πολιτισμικής ταυτότητας. Η χρησιμότητά του, πέρα και έξω από κάθε διάθεση ρομαντισμού και επιστροφής στο παρελθόν, έγκειται κυρίως στην ανίχνευση προοπτικών και δυνατοτήτων για νέες μορφές συμβίωσης και πολιτισμού που η ανυποψίαστη καταναλωτική ιδεολογία των καιρών έχει αδρανοποιήσει…».
Την τελευταία δεκαετία, στην αγωνιώδη προσπάθεια για εξοικονό-μηση φυσικών πόρων και διάσωση των φυσικών οικοσυστημάτων η επιστροφή σε δοκιμασμένες έννοιες και αξίες προβάλλει ως σανίδα σωτηρίας. Γιατί οι πολυσυζητημένες σήμερα και προτεινόμενες ως νεωτερικές έννοιες κυκλική οικονομία, επαναχρησιμοποίηση-μεταποίηση, ανακύκλωση και βιώσιμη ανάπτυξη (αυτό τον κόσμο τον παλιό, άλλοι τον είχαν πρώτα κι άλλοι τον καρτεράνε) είναι τόσο παλιές όσο και οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες και με αυτές επεβίωσαν σεβόμενες την ύλη και τον μόχθο δημιουργίας νέων προϊόντων. Αντιθέτως η έννοια του προϊόντος μιας χρήσης, η σπατάλη της ύλης, η πολυτέλεια του περιττού μικρή θέση έχουν στην παραδοσιακή βιοθεώρηση.
Σ’ αυτόν τον τομέα η παράδοση έχει να μας διδάξει πολλά καθώς το ύφασμα, τέχνη ιερή, φαίνεται ότι εξαντλείται μόνον όταν κλείσει συχνά έναν μεγάλο διαγενεακό κύκλο, κληροδοτού-μενο, μεταποιούμενο μέχρι να καταλήξει σε ευτελή, πλην εύχρηστα, κουρέλια, σε αναντιστοιχία προς τις ποσότητες υφασμάτων, από ποικίλα υλικά, στα σημερινά σκουπίδια. Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε άλλα παραδείγματα. Εδώ, νομίζω ότι ανοίγει η συζήτηση για το μέλλον του παρελθόντος μας.